ὁμῆλιξ — of the same age masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομηλικία — ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) [ομήλιξ] 1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας 2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία … Dictionary of Greek
ομαλίκιος — ὁμαλίκιος, ον (Α) [ομήλιξ] συνομήλικος … Dictionary of Greek
ομοήλιξ — ὁμοῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) βλ. ομήλιξ … Dictionary of Greek
ομόπτερος — η, ο (Α ὁμόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη αρχ. 1. (για … Dictionary of Greek
συνομήλικας — ο / συνομῆλιξ, ήλικος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συνομήλιξ, ικος, Ν, και δωρ. τ. συνομᾱλιξ, άλικος, ὁ, ἡ, Α συνομίληκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμῆλιξ «συνομήλικος»] … Dictionary of Greek
υμάλιξ — Α βλ. ὁμῆλιξ … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱՀԱՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0016 Chronological Sequence: 12c, 13c, 14c ա. ὀμῆλιξ ejusdem aetatis, aequalis Հասակակից: հաւասար տիօք. ժամանակակից. տարեկից. ... *Յակոբոս երէց էր քան զքրիստոս ըստ ժամանակաց մարմնոյ, կամ համահասակ: Ի համահասակ մանկունսն: Առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)